μυρουδιά

μυρουδιά
η
βλ. μυρωδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυρουδιά — η βλ. μυρωδιά …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • αλογιά — η [άλογο] δέρμα αλόγου 2. φορτίο αλόγου 3. αλογήσια μυρουδιά …   Dictionary of Greek

  • μοσκιά — η [μόσκος] 1. ονομασία τού φυτού ροδή η μόσχοσμος («βάζει μοσκιά μυρόβολη σε καθενός ρουθούνι και τού θαλασσινού θεριού τη μυρουδιά αφανίζει», Εφταλ.) 2. ευωδιά, μυρωδιά …   Dictionary of Greek

  • μυρωδιά — και μυρουδιά, η (Μ μυρωδιά και μυρωδία και μερωδία) 1. (γενικά) ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή 2. (ειδικά) ευχάριστη οσμή, ευωδιά («και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν τών χρυσών κίτρων», Κάλβ.) 3. (ειδικά) δυσάρεστη οσμή («μυρωδιά ξινίλας») 4 …   Dictionary of Greek

  • ποδόφυλλο — (podophyllum). Δικότυλο φυτό της οικογένειας των βερβεριδών, με 5 είδη, που ευδοκιμούν στην Αμερική, Ιμαλάια και Κίνα. Είναι πόες πολυετείς και φρυγανώδεις, με ριζωματώδη κορμό, φύλλα στρογγυλά και άνθη λευκά με βαριά μυρουδιά. Ο καρπός τους… …   Dictionary of Greek

  • σανταλίδες — (Santalaceae). Οικογένεια ποωδών και ξυλωδών φυτών, τα οποΐα, αν και αποκτούν πολυάριθμους βλαστούς και πράσινα φύλλα, αναπτύσσονται συχνά ημιπαρασιτικά, με ριζικά απομυζητικά όργανα, στα υπόγεια μέρη γειτονικών ειδών. Έχουν μικρά άνθη, αρσενικά …   Dictionary of Greek

  • σκίλλα — I (scilla). Γένος της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιδών (μονοκοτυλήδονα), που περιλαμβάνει πολυάριθμα καλλωπιστικά είδη. Κοινό είδος σε αμμώδεις και πετρώδεις παραθαλάσσιες θέσεις παντού στην Ελλάδα και γενικά στις ακτές της Μεσογείου είναι η σ …   Dictionary of Greek

  • φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”